- μακιστῆρα
- μᾱκιστῆρα , μακιστήρlong and tediousmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακιστήρ — μακιστήρ, ῆρος, ἡ (Α) 1. εκτεταμένος, μακρύς, σχοινοτενής («μή τι μακιστῆρα μῡθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα», Αισχύλ.) 2. δηκτικός, ενοχλητικός, διαπεραστικός («μακιστήρα καρδίας λόγον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μηκίζω < … Dictionary of Greek